μηδενισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηδενισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου μηδενίζω
Μετοχή
επεξεργασίαμηδενισμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη μηδενίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηδενισμένος
|
μηδενισμένος, -η, -ο
|