μηδενισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μηδενισμός
- 1, 2 < μηδενίζ(ω) + -μός
- 3 < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nihilisme < λατινική nihil (μηδέν) + -isme (-ισμός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /mi.ðe.niˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μη‐δε‐νι‐σμός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμηδενισμός αρσενικό
- (μαθηματικά) η αναγωγή στο μηδέν
- η βαθμολόγηση του γραπτού ενός μαθητή με μηδέν
- (φιλοσοφία) η θεωρία σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει μια απόλυτη πραγματικότητα και κάτι που αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων δεν έχει φυσική υπόσταση που φτάνει στα όρια του σκεπτικισμού ή του αγνωστικισμού
- ≈ συνώνυμα: : νιχιλισμός
- (φιλοσοφία) η θεωρία σύμφωνα με την οποία αρνούνται οι παραδεδεγμένες αξίες
- (πολιτική) πολιτική θεωρία που επιδιώκει την καταστροφή κάθε θρησκευτικού, κοινωνικού, πολιτικού οργάνου
- η επαναστατική κίνηση της ρωσικής ιντελιγκέντσιας που εκδηλώθηκε γύρω στο 1860, αρνούμενη τις αξίες της προηγούμενης γενιάς, με σκοπό την ανατροπή της τσαρικής εξουσίας και την αναδόμηση της κοινωνίας με τρομοκρατικές μεθόδους
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πολιτική και φιλοσοφική θεώρηση