μηδενισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μηδενισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nihilisme < λατινική nihil
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
μηδενισμός αρσενικό
- (μαθηματικά) η αναγωγή στο μηδέν
- η βαθμολόγηση του γραπτού ενός μαθητή με μηδέν
- (φιλοσοφία) η θεωρία σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει μια απόλυτη πραγματικότητα και κάτι που αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων δεν έχει φυσική υπόσταση που φτάνει στα όρια του σκεπτικισμού ή του αγνωστικισμού
- (φιλοσοφία) η θεωρία σύμφωνα με την οποία αρνούνται οι παραδεδεγμένες αξίες
- (πολιτική) πολιτική θεωρία που επιδιώκει την καταστροφή κάθε θρησκευτικού, κοινωνικού, πολιτικού οργάνου
- η επαναστατική κίνηση της ρωσικής ιντελιγκέντσιας που εκδηλώθηκε γύρω στο 1860, αρνούμενη τις αξίες της προηγούμενης γενιάς, με σκοπό την ανατροπή της τσαρικής εξουσίας και την αναδόμηση της κονωνίας με τρομοκρατικές μεθόδους
Επεξεργασία
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
πολιτική και φιλοσοφική θεώρηση