νιχιλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νιχιλισμός < (ορθογραφικό δάνειο) γαλλική nihilisme < nihilismus < λατινική nihil (μηδέν) + -isme (-ισμός)
Ουσιαστικό επεξεργασία
νιχιλισμός αρσενικό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νιχιλισμός
→ δείτε τη λέξη μηδενισμός |