↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νιχιλισμός οι νιχιλισμοί
      γενική του νιχιλισμού των νιχιλισμών
    αιτιατική τον νιχιλισμό τους νιχιλισμούς
     κλητική νιχιλισμέ νιχιλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
νιχιλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική nihilisme < … < λατινική nihil (μηδέν) + -isme (-ισμός)[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

νιχιλισμός αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία