αγνωστικισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγνωστικισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική agnosticism < αρχαία ελληνική ἄγνωστος. Λέξη δημιουργημένη στα 1869 από τον βιολόγο Τόμας Χάξλεϋ[1]
- (μαρτυρείται από το 1888)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγνωστικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφική θεωρία που δεν δέχεται ότι μπορεί κάποιος να γνωρίζει για την ύπαρξη θεού ή άλλης ανώτερης δύναμης
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγνωστικισμός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)