αγνωστικιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγνωστικιστής < αγνωστικισμός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγνωστικιστής αρσενικό, αγνωστικίστρια θηλυκό
- (φιλοσοφία) που ακολουθεί τη φιλοσοφική θεωρία του αγνωστικισμού, που πρεσβεύει ότι η έσχατη γνώση των όντων δεν είναι δυνατή
- που πιστεύει ότι δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του θεού
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγνωστικιστής