Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

agnostic (en)

  1. ο αγνωστικιστής
  2. μη γνωρίζων, έχων αμφιβολιών, που εκφράζει αμφιβολία, αβέβαιος, πολιτικά/φιλοσοφικά/πιθανολογικά αγνωστικιστής[1][2]