Δείτε επίσης: ἀβέβαιος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβέβαιος η αβέβαια το αβέβαιο
      γενική του αβέβαιου της αβέβαιας του αβέβαιου
    αιτιατική τον αβέβαιο την αβέβαια το αβέβαιο
     κλητική αβέβαιε αβέβαια αβέβαιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβέβαιοι οι αβέβαιες τα αβέβαια
      γενική των αβέβαιων των αβέβαιων των αβέβαιων
    αιτιατική τους αβέβαιους τις αβέβαιες τα αβέβαια
     κλητική αβέβαιοι αβέβαιες αβέβαια
Στον ενικό του θηλυκού, υπάρχει και ο τύπος αβέβαιη (γενική: της αβέβαιης).
Βλ και (η) ἀβέβαιος (θηλυκό, αρχαία ελληνικά).
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αβέβαιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβέβαιος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε α- στερητικό + βέβαιος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈve.ve.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βέ‐βαι‐ος

  Επίθετο

επεξεργασία

αβέβαιος, -α, -ο

  1. ο μη βέβαιος, που η έκβασή του είναι άγνωστη
    ※  Η κουλτούρα του παραθερισμού αποτελεί υπόθεση του εικοστού αιώνα και είναι αβέβαιος ο τρόπος με τον οποίο μπορεί να εξελιχθεί στο μέλλον.
    Γιώργος Λιάλιος, Μύκονος: Τα τείχη της ταϊλανδοποίησης, Η Καθημερινή, 3 Απριλίου 2023
  2. που δεν έχει βεβαιότητα για κάτι

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βέβαιος και βαίνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  • αβέβαιοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)