πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβεβαίωτος η αβεβαίωτη το αβεβαίωτο
      γενική του αβεβαίωτου της αβεβαίωτης του αβεβαίωτου
    αιτιατική τον αβεβαίωτο την αβεβαίωτη το αβεβαίωτο
     κλητική αβεβαίωτε αβεβαίωτη αβεβαίωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβεβαίωτοι οι αβεβαίωτες τα αβεβαίωτα
      γενική των αβεβαίωτων των αβεβαίωτων των αβεβαίωτων
    αιτιατική τους αβεβαίωτους τις αβεβαίωτες τα αβεβαίωτα
     κλητική αβεβαίωτοι αβεβαίωτες αβεβαίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αβεβαίωτος < α- στερητικό + βεβαιώνω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος[1]
ΔΦΑ : /a.veˈve.o.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβεβαίωτος

Αναφορές

επεξεργασία
  • αβεβαίωτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)