Δείτε επίσης: αβέβαιος, ἀβεβαίως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀβέβαιος τὸ ἀβέβαιον
      γενική τοῦ/τῆς ἀβεβαίου τοῦ ἀβεβαίου
      δοτική τῷ/τῇ ἀβεβαί τῷ ἀβεβαί
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀβέβαιον τὸ ἀβέβαιον
     κλητική ! ἀβέβαιε ἀβέβαιον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀβέβαιοι τὰ ἀβέβαι
      γενική τῶν ἀβεβαίων τῶν ἀβεβαίων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀβεβαίοις τοῖς ἀβεβαίοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀβεβαίους τὰ ἀβέβαι
     κλητική ! ἀβέβαιοι ἀβέβαι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀβεβαίω τὼ ἀβεβαίω
      γεν-δοτ τοῖν ἀβεβαίοιν τοῖν ἀβεβαίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβέβαιος < ἀ- στερητικό + βέβαιος

  Επίθετο επεξεργασία

ἀβέβαιος, -ος, -ον

  1. άστατος, κυμαινόμενος,
  2. αναξιόπιστος
  3. (ιατρική) φάρμακα χωρίς αποτελεσματικότητα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βέβαιος

  Πηγές επεξεργασία