ἀβέβαιος
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ἀβέβαιος, -ος, -ον
- άστατος, κυμαινόμενος,
- αναξιόπιστος
- (ιατρική) φάρμακα χωρίς αποτελεσματικότητα
Συγγενικά επεξεργασία
- το ἀβέβαιον : η αβεβαιότητα
- ἀβεβαίως (επίρρημα)
→ και δείτε τη λέξη βέβαιος
Πηγές επεξεργασία
- ἀβέβαιος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀβέβαιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.