Δείτε επίσης: ἀβέβαιος, αβέβαιος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀβεβαίως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀβέβαι(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀβεβαίως

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία