ρευστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ρευστός | η | ρευστή | το | ρευστό |
γενική | του | ρευστού | της | ρευστής | του | ρευστού |
αιτιατική | τον | ρευστό | τη | ρευστή | το | ρευστό |
κλητική | ρευστέ | ρευστή | ρευστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ρευστοί | οι | ρευστές | τα | ρευστά |
γενική | των | ρευστών | των | ρευστών | των | ρευστών |
αιτιατική | τους | ρευστούς | τις | ρευστές | τα | ρευστά |
κλητική | ρευστοί | ρευστές | ρευστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρευστός < αρχαία ελληνική ῥευστός
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαρευστός, -ή, -ό
- που ρέει
- (φυσική) το υγρό ή το αέριο σώμα
- (μεταφορικά) που μεταβάλλεται διαρκώς, ασταθής
- η κατάσταση είναι ακόμα πολύ ρευστή, καλύτερα να μην κάνουμε καμία κίνηση