Δείτε επίσης: ἀγνωσία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγνωσία οι αγνωσίες
      γενική της αγνωσίας των αγνωσιών
    αιτιατική την αγνωσία τις αγνωσίες
     κλητική αγνωσία αγνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγνωσία < αρχαία ελληνική ἀγνωσία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγνωσία θηλυκό

  1. η άγνοια
  2. (ιατρική) η απώλεια της ικανότητας αναγνώρισης προσώπων, σχημάτων, ήχων, οσμών κ.λπ. λόγω αδυναμίας του εγκεφάλου να επεξεργαστεί τα ερεθίσματα που λαμβάνονται από κάποιο αισθητήριο όργανο (πρόκειται δηλαδή για βλάβη του ίδιου του εγκεφαλικού φλοιού και όχι των αισθητηρίων οργάνων)
  3. (φιλοσοφία) αγνωσιαρχία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Agnosia στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία