πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αισθητήριο τα αισθητήρια
      γενική του αισθητήριου
& αισθητηρίου
των αισθητήριων
& αισθητηρίων
    αιτιατική το αισθητήριο τα αισθητήρια
     κλητική αισθητήριο αισθητήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αισθητήριο ουδέτερο

  1. το όργανο μιας από τις αισθήσεις
    το μάτι είναι το αισθητήριο της όρασης
  2. η ικανότητα να αντιλαμβάνεται κάποιος και να αξιοποιεί κάποια εξωτερικά ερεθίσματα
    το πολιτικό αισθητήριο, το μουσικό αισθητήριο
  3. (τεχνολογία) αισθητήρας

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία