προσωπαγνωσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσωπαγνωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosopagnosia < γερμανική Prosopagnosie < αρχαία ελληνική πρόσωπον + ἀγνωσία < γιγνώσκω
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pro.so.pa.ɣnoˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σω‐πα‐γνω‐σί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
προσωπαγνωσία θηλυκό
- (ιατρική) η αδυναμία αναγνώρισης των προσώπων των ανθρώπων που συναντούμε
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Prosopagnosia στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
προσωπαγνωσία