↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσωπαγνωσία οι προσωπαγνωσίες
      γενική της προσωπαγνωσίας των προσωπαγνωσιών
    αιτιατική την προσωπαγνωσία τις προσωπαγνωσίες
     κλητική προσωπαγνωσία προσωπαγνωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προσωπαγνωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική prosopagnosia < γερμανική Prosopagnosie < αρχαία ελληνική πρόσωπον + ἀγνωσία < γιγνώσκω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pro.so.pa.ɣnoˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐σω‐πα‐γνω‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσωπαγνωσία θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία