σκεπτικισμός
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- σκεπτικισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σκεπτικισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία) φιλοσοφικό σύστημα που αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης γενικά ισχυουσών αληθειών
- το να είναι κανείς διστακτικός
- (πολιτική) το να είναι κανείς αρνητικός σε επικρατούσα πολιτική (πχ. ευρωσκεπτικισμός)
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σκεπτικισμός