Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκεπτικισμός οι σκεπτικισμοί
      γενική του σκεπτικισμού των σκεπτικισμών
    αιτιατική τον σκεπτικισμό τους σκεπτικισμούς
     κλητική σκεπτικισμέ σκεπτικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκεπτικισμός < λείπει η ετυμολογία


  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκεπτικισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) φιλοσοφικό σύστημα που αρνείται τη δυνατότητα της γνώσης γενικά ισχυουσών αληθειών
  2. το να είναι κανείς διστακτικός
  3. (πολιτική) το να είναι κανείς αρνητικός σε επικρατούσα πολιτική (πχ. ευρωσκεπτικισμός)

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία