skepticism
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
skepticism (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)
- ο σκεπτικισμός, η δυσπιστία, μια στάση αμφιβολίας ότι οι ισχυρισμοί ή οι δηλώσεις είναι αληθινές ή ότι κάτι θα συμβεί
- ⮡ He treated my suggestion with skepticism.
- Αντιμετώπισε την πρότασή μου με σκεπτικισμό.
- ⮡ Consumers accepted the new product with skepticism.
- Το αγοραστικό κοινό δέχτηκε με δισπυστία το νέο προϊόν.
- ⮡ He treated my suggestion with skepticism.
- (φιλοσοφία) ο σκεπτικισμός