μηδενικούρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μηδενικούρα | οι | μηδενικούρες |
γενική | της | μηδενικούρας | — | |
αιτιατική | τη | μηδενικούρα | τις | μηδενικούρες |
κλητική | μηδενικούρα | μηδενικούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μηδενικούρα < μηδενικ(ό) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μηδενικούρα θηλυκό
- (για πρόσωπο ή βαθμό, μειωτικό, μεγεθυντικό, επιτατικό ουσιαστικό) το μηδενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μηδενικούρα
|