-ούρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -ούρα | οι | -ούρες |
γενική | της | -ούρας | — | |
αιτιατική | τη(ν) | -ούρα | τις | -ούρες |
κλητική | -ούρα | -ούρες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ούρα < μεσαιωνική ελληνική -ούρα[1] κατ' αναλογία προς λατινικές ή ιταλικές λέξεις που έληγαν σε -ura
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ούρα
- επίθημα σε επίθετα ή ρήματα για την παραγωγή κυρίως αφηρημένων λαϊκότροπων ουσιαστικών που δεν υπήρχαν αντίστοιχά τους ή για να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα
- (μεγεθυντικό) επίθημα για την παραγωγή σχετικά κακόσημων ουσιαστικών με την έννοια της υπερβολής
- ελληνικά > ελληνικούρα, λαϊκό > λαϊκούρα, μαλλί > μαλλούρα
- παλιατζής > παλιατζούραχαρτί > χαρτούρα
- χαιρετώ > χαιρετούρα,
- ανακάτεμα ή ανακάτωσα (αόριστος του ανακατώνω) > ανακατωσούρα
Επεξεργασία
- Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ούρα στο Βικιλεξικό
- «λέξεις σε -ούρα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
- με φαινομενικό επίθημα, ενώ πρόκειται για μεταφορά αυτούσιων λέξεων άλλων γλωσσών
- κλεισούρα (από το λατινικό clausura) για το στενό πέρασμα, αλλά ίσως από το κλειστός για το αίσθημα της κλεισούρας σε ένα περιορισμένο χώρο
- λοβιτούρα (ρουμανική), πρεμούρα (ιταλική), φιγούρα και παρτιτούρα (ιταλικές)
- μουτζούρα ίσως από το τουρκικό muzur (καρβουνόσκονη)
- καπελαδούρα, από το βενετσιάνικο capeladura
Επεξεργασία
- ↑ «-ούρα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ούρα
- όπως και η νεοελληνική -ούρα
Επεξεργασία
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ούρα στο Βικιλεξικό
- «λέξεις σε -ούρα» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). greek‑language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).
Επεξεργασία
- ↑ «-ούρα» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.