Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η -ούρα οι -ούρες
      γενική της -ούρας
    αιτιατική τη(ν) -ούρα τις -ούρες
     κλητική -ούρα -ούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -ούρα[1] κατ' αναλογία προς λατινικές ή ιταλικές λέξεις που έληγαν σε -ura

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈu.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -ού‐ρα

  Επίθημα επεξεργασία

-ούρα θηλυκό

  1. επίθημα σε επίθετα ή ρήματα για την παραγωγή κυρίως αφηρημένων λαϊκότροπων ουσιαστικών που δεν υπήρχαν αντίστοιχά τους ή για να αντικατασταθούν τα υπάρχοντα
    θολός > θολούρα, καυτός > καούρα, κάψα > καψούρα
    κάζο > καζούρα, λιγώνω > λιγούρα
    χάνω (από τον αόριστο έχασα) > χασούρα
    αγιασμός > αγιαστούρα
    σημάδι > σημαδούρα
    μεσαιωνική ανεμοδούριν > ανεμοδούρα (ίσως κατ' αναλογία προς το σημαδούρα)
    τρώω, αόρ. έφαγα > φαγούρα
  2. μεγεθυντικό η επιτατικό επίθημα για την παραγωγή σχετικά κακόσημων ουσιαστικών με την έννοια της υπερβολής
    ελληνικά > ελληνικούρα, λαϊκό > λαϊκούρα, μαλλί > μαλλούρα
    παλιατζής > παλιατζούρα
    χαρτί > χαρτούρα
    χαιρετώ > χαιρετούρα,
    ανακάτεμα ή ανακάτωσα (αόριστος του ανακατώνω) > ανακατωσούρα

Συγγενικά επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • -ούραΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

-ούρα < αναλογικά προς τη λατινική -ura ή την ιταλική -ura[1]

  Επίθημα επεξεργασία

-ούρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία