Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μουτζούρα οι μουτζούρες
      γενική της μουτζούρας
    αιτιατική τη μουτζούρα τις μουτζούρες
     κλητική μουτζούρα μουτζούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουτζούρα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μουτζούρα και μουντζούρα θηλυκό

  • ο λεκές σκούρου χρώματος από στιλό, μολύβι, μπογιά, κάρβουνο κλπ.

Ταυτόσημο επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία