↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λαϊκούρα οι λαϊκούρες
      γενική της λαϊκούρας
    αιτιατική τη λαϊκούρα τις λαϊκούρες
     κλητική λαϊκούρα λαϊκούρες
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λαϊκούρα < λαϊκ(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λαϊκούρα θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία