↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπασκλασαρία οι μπασκλασαρίες
      γενική της μπασκλασαρίας των (μπασκλασαριών)
    αιτιατική την μπασκλασαρία τις μπασκλασαρίες
     κλητική μπασκλασαρία μπασκλασαρίες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπασκλασαρία < μπας κλας / μπασκλάς + -αρία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ba.skla.saˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπα‐σκλα‐σα‐ρί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπασκλασαρία θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία