Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπασκλασαρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συγγενικά
1.3.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μπασκλασαρί
α
οι
μπασκλασαρί
ες
γενική
της
μπασκλασαρί
ας
των
(
μπασκλασαρι
ών
)
αιτιατική
την
μπασκλασαρί
α
τις
μπασκλασαρί
ες
κλητική
μπασκλασαρί
α
μπασκλασαρί
ες
Κατηγορία
όπως «
νότα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπασκλασαρία
<
μπας κλας
/
μπασκλάς
+
-αρία
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ba.skla.saˈɾi.a
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
μπα‐σκλα‐σα‐ρί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπασκλασαρία
θηλυκό
(
οικείο
,
μειωτικό
)
άτομο
ή
σύνολο
ατόμων
που είναι ή θεωρείται
μπασκλάς
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
μπασκλάς
,
μπάσος
και
κλάση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπασκλασαρία
αγγλικά
:
gauche
(en)
,
graceless
(en)