-αρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -αρία | οι | -αρίες |
γενική | της | -αρίας | των | -αριών |
αιτιατική | τη(ν) | -αρία | τις | -αρίες |
κλητική | -αρία | -αρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -αρία < (άμεσο δάνειο) βενετική -aria
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -α‐ρί‐α
Επίθημα
επεξεργασία-αρία ουδέτερο
- επίθημα θηλυκών ουσιαστικών το οποίο δηλώνει:
- κατάστημα το οποίο πουλά το αναφερόμενο στο πρώτο συνθετικό
- σύνολο ατόμων με αρνητικά στοιχεία
- σύνολο ατόμων με κοινά στοιχεία
- πιτσιρικαρία, φοιτηταρία
- → δείτε και τη λέξη -αριό
- συμπεριφορά που χαρακτηρίζεται από το πρώτο συνθετικό
- κατασκευή ή χώρο
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- "-αρία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- -αρία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)