-αριό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -αριό | τα | -αριά |
γενική | του | -αριού | των | -αριών |
αιτιατική | το | -αριό | τα | -αριά |
κλητική | -αριό | -αριά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- -αριό < μεσαιωνική ελληνική -αρεῖο με συνίζηση για αποφυγή της χασμωδίας[1] Ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης[2] προτάσσει ετυμολογική γραφή με <ει> αντί της καθιερωμένης με ιώτα
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθημα
επεξεργασία-αριό
παραγωγικό επίθημα που δημιουργεί ουδέτερα ουσιαστικά τα οποία:
- σημαίνουν τόπο σχετικό με τη ριζικής λέξη
- σημαίνουν τόπο γεμάτο από τα αντικείμενα της ριζικής λέξης
- (συνεκδοχικά) τον τόπο κατασκευσκευής τους
- (επιτατικό) επιτείνουν τη μειωτική σημασία της ριζικής λέξης
- (μειωτικό) σημαίνουν ένα σύνολο ατόμων της ριζικής λέξης με ελαφρά μειωτική συνήθως σημασία
Σύνθετα
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ "-αριό" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.