Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φοιτηταριό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
φοιτηταρι
ό
τα
φοιτηταρι
ά
γενική
του
φοιτηταρι
ού
των
φοιτηταρι
ών
αιτιατική
το
φοιτηταρι
ό
τα
φοιτηταρι
ά
κλητική
φοιτηταρι
ό
φοιτηταρι
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
φοιτηταριό
<
φοιτητ(ής)
+
-αριό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
φοιτηταριό
ουδέτερο
(
συχνά απαξιωτικό
) ένα σύνολο
φοιτητών
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φοιτηταριό