πουσταριό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pu.staɾˈʝo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐στα‐ριό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπουσταριό ουδέτερο (λαϊκότροπο)
- (επιτατικό) ο πούστης
- (περιληπτικό) μεγάλος πλήθος ομοφυλοφίλων
Μεταφράσεις
επεξεργασία πουσταριό
|