πλήθος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πλήθος | τα | πλήθη |
γενική | του | πλήθους | των | πληθών |
αιτιατική | το | πλήθος | τα | πλήθη |
κλητική | πλήθος | πλήθη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πλήθος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλῆθος < πίμπλημι
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpli.θos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλή‐θος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πλήθος ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλήθος