• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

πληθώρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η πληθώρα
      γενική της πληθώρας
    αιτιατική την πληθώρα
     κλητική πληθώρα
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πληθώρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πληθώρα < πλήθω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pliˈθo.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐θώ‐ρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πληθώρα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • πλήθος, μεγάλη ποσότητα από κάτι
    πληθώρα νέων προϊόντων στη διεθνή έκθεση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • πληθωρικός
  • πληθωρισμός & συγγενικά
  • πληθωριστικός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    πληθώρα
  • αγγλικά : plethora (en), plenitude (en)
  • γαλλικά : pléthore (fr), multitude (fr)

,

Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=πληθώρα&oldid=7110347"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:44

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Italiano
    • Malagasy
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 15:44.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας