kalabalık
Τουρκικά (tr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kalabalık < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قالابالق (συνωστισμός) < θέμα από την αραβική غَلَبَة (γalaba, ?)→ λείπει η μετάφραση (< ρίζα غ ل ب (ḡ-l-b)) + ـلق (-lık
Ουσιαστικό
επεξεργασίαkalabalık (tr)
- το πλήθος, η κοσμοσυρροή, χάος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- kalabalık - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν