Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καλαμπαλίκι τα καλαμπαλίκια
      γενική
    αιτιατική το καλαμπαλίκι τα καλαμπαλίκια
     κλητική καλαμπαλίκι καλαμπαλίκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαμπαλίκι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλαμπαλίκι < οθωμανική τουρκική قالابالق (συνωστισμός, > τουρκική kalabalık) < θέμα από την αραβική غَلَبَة (γalaba, ?)λείπει η μετάφραση (< ρίζα غ ل ب‎ (ḡ-l-b)) + ـلق (-lık)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.la.baˈli.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐λα‐μπα‐λί‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλαμπαλίκι ουδέτερο (συχνά στον πληθυντικό)

  1. θόρυβος που προκαλείται από το συγκεντρωμένο πλήθος
     συνώνυμα: οχλαγωγία, οχλοβοή, φασαρία, χάβρα
  2. (αργκό) το αρχίδι, ο όρχις
  3. (στον πληθυντικό) → δείτε καλαμπαλίκια
    1. σωρός ευτελών αντικειμένων
       συνώνυμα: συμπράγκαλα, τσουμπλέκια
    2. όρχεις
       συνώνυμα: αχαμνά, αμελέτητα, μαλακά
  4. πρώιμη νεοελληνική πλήθος, → δείτε το μεσαιωνικό καλαμπαλίκι

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλαμπαλίκι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قالابالق (συνωστισμός) → και δείτε περισσότερα στο νεοελληνικό καλαμπαλίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλαμπαλίκι ουδέτερο

  1. πλήθος
  2. (όψιμη μεσαιωνική, στον Somavera) η σύγχυση [1]

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 156 1ου μέρους - Somavera, Alessio da / Ἀλέξιος ὁ Σουμαβέραιος (1709), Θησαυρός της ρωμαϊκής και της φραγκικής γλώσσας. Στο Παρίτζι:Από την τυπογραφίαν του Μιχαήλ Γκινιάρδ, ͵αψ΄ θ΄. Τesoro della lingua greca-volgare ed italiana. Parigi:Appresso Michele Guignard, M.DCC.IX. @anemi

  Πηγές επεξεργασία