χάβρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χάβρα | οι | χάβρες |
γενική | της | χάβρας | των | (χαβρών) |
αιτιατική | τη | χάβρα | τις | χάβρες |
κλητική | χάβρα | χάβρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χάβρα < (άμεσο δάνειο) τουρκική havra < εβραϊκή סעודת הבראה (seudat havra'ah)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχάβρα θηλυκό
- (θρησκεία) η εβραϊκή συναγωγή
- (μεταφορικά, μειωτικό) συγκέντρωση ατόμων που μιλάνε ταυτόχρονα, με αποτέλεσμα να μην γίνεται κατανοητό ποιος λέει τι