οχλαγωγία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οχλαγωγία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὀχλαγωγία (εξαπάτηση όχλου, φασαρία)[1][2] < αρχαία ελληνική ὄχλος + ἄγω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.xla.ɣoˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐χλα‐γω‐γί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαοχλαγωγία θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις όχλος και άγω
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οχλαγωγία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.