Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ὄχλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
όχλος
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ὄχλος
αρσενικό
άτακτο
πλήθος
ανθρώπων
,
μπουλούκι
, άτακτο σώμα στρατιωτών
κατώτερο
στρώμα
λαού
βοή
πλήθους
,
διαταραχή
,
φορτικότητα
Παράγωγα
επεξεργασία
ὀχλέω
ὀχληρός
ὀχλώδης
ὀχλώδες
(αντί οχληρότης}