Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουλούκι τα μπουλούκια
      γενική του μπουλουκιού των μπουλουκιών
    αιτιατική το μπουλούκι τα μπουλούκια
     κλητική μπουλούκι μπουλούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μπουλούκι < (άμεσο δάνειο) αλβανική buluk + [1] ή απευθείας < (άμεσο δάνειο) τουρκική bölük (στρατιωτικό σώμα ατάκτων) < bölmek (μοιράζω, διανέμω)[2] Διαφορετικής ετυμολογίας το μπουλούκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /buˈlu.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μπου‐λού‐κι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μπουλούκι ουδέτερο

  1. ασύντακτη ομάδα ατόμων
    ※  Μπουλούκια παιδιά ζητιάνευαν στους δρόμους κι αρπούσαν ό,τι έβρισκαν που να μασιέται. (Ασημάκης Πανσέληνος (1974) Τότε που ζούσαμε [μυθιστόρημα])
  2. περιοδεύων θίασος στην επαρχία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. μπουλούκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.