Δείτε επίσης: ἐπαρχία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαρχία οι επαρχίες
      γενική της επαρχίας των επαρχιών
    αιτιατική την επαρχία τις επαρχίες
     κλητική επαρχία επαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επαρχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπαρχία < ἔπαρχος < αρχαία ελληνική ἐπάρχω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική province, préfecture [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.paɾˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐παρ‐χί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επαρχία θηλυκό

  1. διοικητική υποδιαίρεση ενός κράτους
    οι επαρχίες του Ρωμαϊκού κράτους
  2. διοικητική υποδιαίρεση του νομού
    επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας
  3. η περιοχή της δικαιοδοσίας ενός μητροπολίτη
    ο νέος μητροπολίτης περιόδευσε στους ναούς της επαρχίας του
  4. κάθε περιοχή μακριά από την πρωτεύουσα
    οι άνθρωποι της επαρχίας πολλές φορές αισθάνονται αγνοημένοι από την κεντρική διοίκηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία