επαρχία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επαρχία | οι | επαρχίες |
γενική | της | επαρχίας | των | επαρχιών |
αιτιατική | την | επαρχία | τις | επαρχίες |
κλητική | επαρχία | επαρχίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- επαρχία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπαρχία < ἔπαρχος < αρχαία ελληνική ἐπάρχω, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική province, préfecture [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.paɾˈçi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐παρ‐χί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπαρχία θηλυκό
- διοικητική υποδιαίρεση ενός κράτους
- ⮡ οι επαρχίες του Ρωμαϊκού κράτους
- διοικητική υποδιαίρεση του νομού
- ⮡ επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας
- η περιοχή της δικαιοδοσίας ενός μητροπολίτη
- ⮡ ο νέος μητροπολίτης περιόδευσε στους ναούς της επαρχίας του
- κάθε περιοχή μακριά από την πρωτεύουσα
- ⮡ οι άνθρωποι της επαρχίας πολλές φορές αισθάνονται αγνοημένοι από την κεντρική διοίκηση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία επαρχία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επαρχία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας