έπαρχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έπαρχος | οι | έπαρχοι |
γενική | του | επάρχου & έπαρχου |
των | επάρχων |
αιτιατική | τον | έπαρχο | τους | επάρχους & έπαρχους |
κλητική | έπαρχε | έπαρχοι | ||
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έπαρχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔπαρχος (διοικητής ρωμαϊκής επαρχίας) < λατινική praefectus.[1] Αρχαία σημασία: αρχηγός < ἐπάρχω < ἐπί + ἄρχω. Συγχρονικά αναλύεται σε έπ- + -αρχος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέπαρχος αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- επαρχία
- επαρχιακός
- επαρχιώτης, επαρχιώτισσα
- επαρχιώτικος
- επαρχιωτισμός
- επαρχιωτόπουλο, επαρχιωτοπούλα
Μεταφράσεις
επεξεργασία έπαρχος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ έπαρχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας