επαρχιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- επαρχιώτισσα < επαρχιώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
επαρχιώτισσα θηλυκό
- → δείτε τη λέξη επαρχιώτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
επαρχιώτισσα
|
επαρχιώτισσα θηλυκό
|