επαρχιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επαρχιώτης < ελληνιστική κοινή ἐπαρχιώτης < ἐπαρχία < αρχαία ελληνική ἔπαρχος < ἐπί + ἄρχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.paɾ.çiˈo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐παρ‐χει‐ώ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπαρχιώτης αρσενικό
- αυτός που κατάγεται από επαρχία ή διαμένει σ’ αυτή
- ※ Για το τεράστιο καφενείο «Νέον» [στην πλατεία Ομονοίας], που έχει απεικονίσει απαράμιλλα ο Τσαρούχης, τα λεγόμενά μου ισχύουν, νομίζω, πάρα πολύ. Το μαγαζί αυτό χρησιμοποιείται πολύ από τους επαρχιώτες κάποιας ηλικίας ιδίως, για τις συναντήσεις τους (απόσπασμα από το βιβλίο των Γιώργου Ιωάννου [κείμενο] - Ανδρέα Mπέλια [φωτογρ.], Ομόνοια 1980, όπως παρατίθεται στο κείμενο του Φώντα Τρούσα, «“Στην Ομόνοια συχνάζουν υποψιασμένα κορμιά …”». Η διασημότερη ελληνική πλατεία του '80 μέσα από ένα βιβλίο του Γιώργου Ιωάννου», Lifo.gr (23 Μαΐου 2017)· πρόσβαση: 2020-07-17)
- (μειωτικό) αυτός που έχει συμπεριφορά και νοοτροπία κάπως συμμαζεμένη (και ενδεχομένως στενόμυαλη)
Συγγενικά
επεξεργασία- επαρχιώτικος
- επαρχιώτισσα
- επαρχιωτισμός
- επαρχιωτοπούλα
- επαρχιωτόπουλο
- → δείτε τις λέξεις επαρχία και άρχω
Μεταφράσεις
επεξεργασία επαρχιώτης