province
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
province | provinces |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprovince (en)
- η επαρχία, μια από τις περιοχές στις οποίες χωρίζονται ορισμένες χώρες οι οποίες έχουν τη δική τους τοπική αυτοδιοίκηση
- (μόνο πληθυντικός) η επαρχία, το σύνολο των περιοχών ενός κράτους, σε αντιδιαστολή με την πρωτεύουσά του
- ⮡ He lives in the provinces.
- Ζει στην επαρχία.
- ⮡ He lives in the provinces.
- (μόνο ενικός, επίσημο) η αρμοδιότητα, ένας συγκεκριμένος τομέας γνώσης, ενδιαφέροντος ή ευθύνης
- ⮡ The human soul doesn’t belong to the province of science
- Η ψυχή του ανθρώπου δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της επιστήμης.
- ⮡ The human soul doesn’t belong to the province of science
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
province | provinces |
province (fr) θηλυκό
- η επαρχία