Ουσιαστικό

επεξεργασία

province (en)

  1. η επαρχία
  2. αρμοδιότητα



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
province provinces

province (fr) θηλυκό