ενικός         πληθυντικός  
province provinces

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

province (en)

  1. η επαρχία, μια από τις περιοχές στις οποίες χωρίζονται ορισμένες χώρες οι οποίες έχουν τη δική τους τοπική αυτοδιοίκηση
    ⮡  The rebels control seven of the country’s ten provinces.
    Οι επαναστάτες ελέγχουν τις εφτά από τις δέκα επαρχίες της χώρας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη district
  2. (μόνο πληθυντικός) η επαρχία, το σύνολο των περιοχών ενός κράτους, σε αντιδιαστολή με την πρωτεύουσά του
    ⮡  He lives in the provinces.
    Ζει στην επαρχία.
  3. (μόνο ενικός, επίσημο) η αρμοδιότητα, ένας συγκεκριμένος τομέας γνώσης, ενδιαφέροντος ή ευθύνης
    ⮡  The human soul doesn’t belong to the province of science
    Η ψυχή του ανθρώπου δεν ανήκει στην αρμοδιότητα της επιστήμης.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
province provinces

province (fr) θηλυκό