Δείτε επίσης: Θίασος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο θίασος οι θίασοι
      γενική του θιάσου
θίασου
των θιάσων
    αιτιατική τον θίασο τους θιάσους
     κλητική θίασε θίασοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θίασος < αρχαία ελληνική θίασος (βακχική, θρησκευτική ομάδα), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική troupe[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈθi.a.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θί‐α‐σος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θίασος αρσενικό

  1. (θέατρο) ομάδα ηθοποιών ή άλλων καλλιτεχνών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό έργο ή άλλο θέαμα
  2. (στην αρχαιότητα) ομάδα πιστών του θεού Διονύσου
    ※  Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ
    ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ
    μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνές—
    Κωνσταντίνος Καβάφης, ποίημα Ἀπολείπειν ὁ θεὸς Ἀντώνιον, έκδοση 1911

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία