θιασάρχης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | θιασάρχης | οι | θιασάρχες |
γενική | του του/της |
θιασάρχη θιασάρχου |
των | θιασαρχών |
αιτιατική | τον/τη | θιασάρχη | τους/τις | θιασάρχες |
κλητική | θιασάρχη (θιασάρχα) |
θιασάρχες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ου, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «λιμενάρχης». Και παλιότερη λόγια μορφή κλητικής ενικού σε ύφος επίσημο ή ειρωνικό. | ||||
Κατηγορία όπως «λιμενάρχης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαθιασάρχης αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό και θιασάρχισσα)
- (επάγγελμα) επικεφαλής ενός θιάσου
Μεταφράσεις
επεξεργασία θιασάρχης