Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θιασάρχισσα οι θιασάρχισσες
      γενική της θιασάρχισσας των θιασαρχισσών
    αιτιατική τη θιασάρχισσα τις θιασάρχισσες
     κλητική θιασάρχισσα θιασάρχισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

θιασάρχισσα < θιασάρχης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

θιασάρχισσα θηλυκό

(επάγγελμα) → δείτε τη λέξη θιασάρχης

  Μεταφράσεις επεξεργασία