troupe
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
troupe | troupes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtroupe (en)
- ο θίασος
- ⮡ The troupe has several stand-in actors for backup.
- Ο θίασος διαθέτει αρκετούς αναπληρωματικούς ηθοποιούς για εφεδρεία.
- ⮡ The troupe has several stand-in actors for backup.
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
troupe | troupes |
troupe (fr) θηλυκό