Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
troupe troupes

troupe (fr) θηλυκό

  1. (παρωχημένο) η ομάδα
  2. ομάδα ένοπλων ανδρών
  3. το ασκέρι
  4. ο θίασος
  5. το μπουλούκι