Δείτε επίσης: ἀσκέρι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασκέρι τα ασκέρια
      γενική του ασκεριού των ασκεριών
    αιτιατική το ασκέρι τα ασκέρια
     κλητική ασκέρι ασκέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασκέρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσκέρι(ν)[1] < οθωμανική τουρκική عسكر (asker, στρατιώτης, σώμα στρατού) [τουρκική asker] + < αραβική عَسْكَر (ʕaskar, στρατός) < μέση περσική lškl (laškar) < προέλευσης από την πρωτοϊνδοϊρανική < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂lek- (προστατεύω)[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈsce.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σκέ‐ρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ασκέρι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, ιστορία) το τμήμα άτακτου ή τακτικού στρατού
    ⮡  Έτσι, το 1780, κατέπλευσε στο λιμάνι του Γυθείου. Είχε μαζί του μεγάλο ασκέρι και στόλο.
  2. (μεταφορικά) η πολυμελής ομάδα ανθρώπων, το πλήθος, ο όχλος
    ⮡  Πλάκωσε τ' ασκέρι των συγχωριανών
  3. (μεταφορικά) πολυμελής οικογένεια, το σόι
    Ήρθε επίσκεψη και κουβάλησε κι όλο τ' ασκέρι του.

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. λήμματα عسكر & lškl στο αγγλικό Βικιλεξικό