σερασκέρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σερασκέρης < τουρκική serasker < οθωμανική τουρκική سرعسكر (serasker) < περσική سرعسکر (sar'askar) < περσική سر (sar, κεφάλι) + αραβική عسكر (ʿaskar, στρατός)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασερασκέρης αρσενικό
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) τίτλος στρατιωτικού διοικητή ή αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
- ※ Αφού πήγαμε μέσα εις την Άρτα, μια ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις το κονάκι του μπέγη και όλοι οι σερασκέρηδες οι Αρβανίτες να τον ιδούν. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Α1)
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος) πασάς που αναλάμβανε αρχιστράτηγος