↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σερασκέρης οι σερασκέρηδες
      γενική του σερασκέρη των σερασκέρηδων
    αιτιατική τον σερασκέρη τους σερασκέρηδες
     κλητική σερασκέρη σερασκέρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σερασκέρης < τουρκική serasker < οθωμανική τουρκική سرعسكر (serasker) < περσική سرعسکر (sar'askar) < περσική سر (sar, κεφάλι) + αραβική عسكر (ʿaskar, στρατός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σερασκέρης αρσενικό

  1. (ιστορία, στρατιωτικός όρος) τίτλος στρατιωτικού διοικητή ή αξιωματούχου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
    ※  Αφού πήγαμε μέσα εις την Άρτα, μια ημέρα ήρθαν οι πασσάδες εις το κονάκι του μπέγη και όλοι οι σερασκέρηδες οι Αρβανίτες να τον ιδούν. (Απομνημονεύματα Μακρυγιάννη, Α1)
  2. (ιστορία, στρατιωτικός όρος) πασάς που αναλάμβανε αρχιστράτηγος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία