↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυμελής η πολυμελής το πολυμελές
      γενική του πολυμελούς* της πολυμελούς του πολυμελούς
    αιτιατική τον πολυμελή την πολυμελή το πολυμελές
     κλητική πολυμελή(ς) πολυμελής πολυμελές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυμελείς οι πολυμελείς τα πολυμελή
      γενική των πολυμελών των πολυμελών των πολυμελών
    αιτιατική τους πολυμελείς τις πολυμελείς τα πολυμελή
     κλητική πολυμελείς πολυμελείς πολυμελή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πολυμελής < πολυ- + -μελής

  Επίθετο

επεξεργασία

πολυμελής, -ής, -ές

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία