αποτελούμαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποτελούμαι < → λείπει η ετυμολογία
ΡήμαΕπεξεργασία
αποτελούμαι
- είμαι φτιαγμένος από
ΚλίσηΕπεξεργασία
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποτελούμαι | αποτελούμουν | θα αποτελούμαι | να αποτελούμαι | ||
β' ενικ. | αποτελείσαι | αποτελούσουν | θα αποτελείσαι | να αποτελείσαι | ||
γ' ενικ. | αποτελείται | αποτελούνταν | θα αποτελείται | να αποτελείται | ||
α' πληθ. | αποτελούμαστε | αποτελούμασταν αποτελούμαστε |
θα αποτελούμαστε | να αποτελούμαστε | ||
β' πληθ. | αποτελείστε | αποτελούσασταν αποτελούσαστε |
θα αποτελείστε | να αποτελείστε | αποτελείστε | |
γ' πληθ. | αποτελούνται | αποτελούνταν | θα αποτελούνται | να αποτελούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποτελέστηκα | θα αποτελεστώ | να αποτελεστώ | αποτελεστεί | ||
β' ενικ. | αποτελέστηκες | θα αποτελεστείς | να αποτελεστείς | αποτελέσου | ||
γ' ενικ. | αποτελέστηκε | θα αποτελεστεί | να αποτελεστεί | |||
α' πληθ. | αποτελεστήκαμε | θα αποτελεστούμε | να αποτελεστούμε | |||
β' πληθ. | αποτελεστήκατε | θα αποτελεστείτε | να αποτελεστείτε | αποτελεστείτε | ||
γ' πληθ. | αποτελέστηκαν αποτελεστήκαν(ε) |
θα αποτελεστούν(ε) | να αποτελεστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποτελεστεί | είχα αποτελεστεί | θα έχω αποτελεστεί | να έχω αποτελεστεί | αποτελεσμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποτελεστεί | είχες αποτελεστεί | θα έχεις αποτελεστεί | να έχεις αποτελεστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποτελεστεί | είχε αποτελεστεί | θα έχει αποτελεστεί | να έχει αποτελεστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποτελεστεί | είχαμε αποτελεστεί | θα έχουμε αποτελεστεί | να έχουμε αποτελεστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποτελεστεί | είχατε αποτελεστεί | θα έχετε αποτελεστεί | να έχετε αποτελεστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποτελεστεί | είχαν αποτελεστεί | θα έχουν αποτελεστεί | να έχουν αποτελεστεί |