φτιαγμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φτιαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος φτιάχνω
Μετοχή επεξεργασία
φτιαγμένος, -η, -ο
- που έχει προετοιμαστεί, που έχει γίνει
- που έχει επισκευαστεί
- που έχει πάρει δόση ναρκωτικών
- που έχει αποκτήσει περιουσία, έχει φτιάξει περιουσία