ναρκωτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ναρκωτικά < ναρκωτικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ναρκωτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- χημικές ουσίες που καταναλώνονται από τον άνθρωπο για αναψυκτικούς ή ιατρικούς λόγους, που προκαλούν σωματική ή/και ψυχολογική εξάρτηση και των οποίων χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη δόση για τα ίδια αποτελέσματα
Δείτε επίσης επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ναρκωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ναρκωτικό