προετοιμάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προετοιμάζομαι < παθητική φωνή του ρήματος προετοιμάζω
Ρήμα
επεξεργασίαπροετοιμάζομαι
- ετοιμάζομαι από πριν
- φτιάχνομαι, γίνομαι με προσοχή
Μεταφράσεις
επεξεργασία προετοιμάζομαι