ὀχλέω
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ὀχλέω < ὄχλος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ὀχλέω ὀχλῶ
- ανυψώνω με μοχλό, κυλίω, μετατοπίζω
- ταράζω, ενοχλώ, εμποδίζω, δημιουργώ ζητήματα, εντάσεις
- ἔχουσαν δὲ αὐτὴν ἀληθεῖ λόγῳ οἱ τῆς ἐπελθούσης γυναικὸς οἰκήιοι πυθόμενοι ὤχλεον, φάμενοι αὐτὴν κομπέειν ἄλλως βουλομένην.... (όταν οι οικείοι της νέας συζύγου έμαθαν ότι η άλλη γυναίκα ήταν έγκυος, άρχισαν να προκαλούν επεισόδια, λέγοντας ότι παριστάνει την έγκυο...)
- ὀχλεῖς μάτην με
- (παθητικό) κυλιέμαι, μετατοπίζομαι
- ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (όλες οι ψηφίδες κυλιώνται και μετατοπίζονται <από το νερό>)
- (παθητικό) ταράζομαι, ενοχλούμαι
- ενοχλούμαι, μπαίνω στον κόπο
- μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν... (μη μπεις στον κόπο να στείλεις...)
- έχει φασαρία, έχει πολυκασμία
- ὁδὸς ἥτις οὐ πολὺ ὀχλεῖται