ὀχλέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ὀχλέω < ὄχλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαὀχλέω ὀχλῶ
- ανυψώνω με μοχλό, κυλίω, μετατοπίζω
- ταράζω, ενοχλώ, εμποδίζω, δημιουργώ ζητήματα, εντάσεις
- ἔχουσαν δὲ αὐτὴν ἀληθεῖ λόγῳ οἱ τῆς ἐπελθούσης γυναικὸς οἰκήιοι πυθόμενοι ὤχλεον, φάμενοι αὐτὴν κομπέειν ἄλλως βουλομένην.... (όταν οι οικείοι της νέας συζύγου έμαθαν ότι η άλλη γυναίκα ήταν έγκυος, άρχισαν να προκαλούν επεισόδια, λέγοντας ότι παριστάνει την έγκυο...)
- ὀχλεῖς μάτην με
- (παθητικό) κυλιέμαι, μετατοπίζομαι
- ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (όλες οι ψηφίδες κυλιώνται και μετατοπίζονται <από το νερό>)
- (παθητικό) ταράζομαι, ενοχλούμαι
- ενοχλούμαι, μπαίνω στον κόπο
- μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν... (μη μπεις στον κόπο να στείλεις...)
- έχει φασαρία, έχει πολυκασμία
- ὁδὸς ἥτις οὐ πολὺ ὀχλεῖται
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → και δείτε τη λέξη ὄχλος και τα παράγωγά του
Πηγές
επεξεργασία- ὀχλέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀχλέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.